- απρωτοκόλλητος
- η , ο [ος , ον ] незапротоколированный; незарегистрированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απρωτοκόλλητος — η, ο (για έγγραφα) αυτός που δεν έχει πρωτοκολληθεί, που δεν έχει καταγραφεί στο βιβλίο πρωτοκόλλου … Dictionary of Greek
απρωτοκόλλητος — η, ο αυτός που δεν πρωτοκολλήθηκε, δεν καταχωρίστηκε στο ειδικό για τα έγγραφα βιβλίο σε κάθε υπηρεσία, που λέγεται πρωτόκολλο: Δεν έπρεπε να μείνουν τόσες μέρες τα έγγραφα απρωτοκόλλητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)